χαλκηλάτῳ

χαλκηλάτῳ
χαλκήλατος
forged out of brass
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυκλωτός — ή, ό (Α κυκλωτός, ή, όν) [κυκλώ (II)] αυτός που έχει σχήμα κύκλου, στρογγυλός («ἐν χαλκηλάτῳ σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι», Αισχύλ.) νεοελλ. περιφερειακός («κυκλωτός δρόμος»). επίρρ... κυκλωτά (Α κυκλωτῶς) σε σχήμα κύκλου, κυκλικά,… …   Dictionary of Greek

  • λυμαίνω — (AM λυμαίνω) [λύμη] μέσ. λυμαίνομαι επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά, βλάπτω, καταστρέφω, ρημάζω (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», Συνέσ. γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ σῶμα λυμαίνεται, ἀλλ ἡ νοῡσος»,… …   Dictionary of Greek

  • όνειδος — τὸ (ΑΜ ὄνειδος, Μ και ὄνειδος, ό) 1. ψόγος, μομφή, επίπληξη, κατάκριση, επιτίμηση 2. ντροπή, καταισχύνη, αίσχος, ατιμία 3. κατάσταση ή πρόσωπο που επιφέρει καταισχύνη, ντροπή («τὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ σάκει», Αισχύλ.) 3. παροιμ. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”